τρίκαρπος

τρίκαρπος
τρῐ-καρπος, ον,
A bearing fruit or crops thrice a year,

ἄρουραι D.H.1.37

.
II = τριέτης, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον τριετῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καρπός (πρβλ. μυριό καρπος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίκαρπον — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc sg τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικάρπους — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίκαρπα — τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”